- παραπαφίσκω
- παρ-απαφίσκω, aor. 2 παρήπαφεν: deceive, cheat, beguile, w. inf., Il. 14.360†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
παραπαφίσκω — Α 1. εξαπατώ, αποπλανώ 2. παρακινώ κάποιον να κάνει κάτι με πανουργία ή δόλο 3. θέλγω, γοητεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἀπαφίσκω «απατώ, εμπαίζω»] … Dictionary of Greek
παρήπαφον — παραπαφίσκω mislead aor ind act 3rd pl (attic epic ionic) παραπαφίσκω mislead aor ind act 1st sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρηπάφησας — παραπαφίσκω mislead aor ind act 2nd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρήπαφε — παραπαφίσκω mislead aor ind act 3rd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρήπαφεν — παραπαφίσκω mislead aor ind act 3rd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρήπαφες — παραπαφίσκω mislead aor ind act 2nd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)